- πλανᾶσθαι
- πλανάωcause to wanderpres inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλανώ — πλανῶ, άω, ΝΜΑ 1. περιφέρω κάποιον ή κάτι εδώ κι εκεί 2. μτφ. εκτρέπω κάποιον από την ορθή οδό, δημιουργώ ψευδή αντίληψη, εξαπατώ, ξεγελώ (α. «δε μέ πλανούν τα λόγια σου / και πλιο πικρά ακόμα», Κρυστ. β. «ἆρ ἔστιν; ἆρ οὐκ ἔστιν; ἤ γνώμη πλανᾷ»,… … Dictionary of Greek
бляду — блясти др. русск. заблуждаюсь, ошибаюсь . Ст. слав. блѩдѫ, блѩсти πλανᾶσθαι (Супр.), сербохорв. бледем, блести, словен. bledem, blesti нести чушь, бред , чеш. blesti нести вздор , польск. blędziec, в. луж. bledzic – то же; связаны отношением… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
скитаться — аюсь, укр. скитатися, др. русск. скытати ся, сербск. цслав. скытати сѧ πλανᾶσθαι, болг. скитам се, сербохорв. скитати се, ски̑та̑м се, словен. skitati sе, skitam sе. Родственно лит. kutėti встряхивать , kutrùs бойкий (последнее может быть из… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
плавати — ПЛАВА|ТИ (66), Ю, ѤТЬ гл. 1.Плавать, передвигаться по воде: наведе Б҃ъ потопъ на землю. потопе всѧка плоть. и ковчегъ плаваше на водѣ. ЛЛ 1377, 30 (986); и снидоша на почанѹ [так!] рѣкѹ все множьство мѹжь и женъ. и дѣтии. свершении же сто˫ахѹ въ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
μετακυκλούμαι — μετακυκλοῡμαι, έομαι (Α) (για τους αστέρες) μεταβάλλω την τροχιά μου («ἄλλοτε δὲ ἄλλα πρᾱττον πλανᾱσθαί τε καὶ μετακυκλεῑσθαι», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + κυκλοῦμαι «μεταβάλλομαι» (< κύκλος)] … Dictionary of Greek
Παπαφλέσσας-Δικαίος, Γρηγόριος — (Πολιανή Αρκαδίας 1788 – Μανιάκι 1825). Ήρωας της Επανάστασης του 1821. Εικοστό όγδοο παιδί μιας μέσης αγροτικής οικογένειας (των Φλεσσαίων ή Δικαίων), ο Π. φοίτησε για μερικά χρόνια στη φημισμένη τότε σχολή της Δημητσάνας. Χειροτονήθηκε κατόπιν… … Dictionary of Greek
πλανᾶσθ' — πλανᾶσθα , πλανάω cause to wander pres subj act 2nd sg (epic) πλανᾶσθε , πλανάω cause to wander pres imperat mp 2nd pl πλανᾶσθε , πλανάω cause to wander pres subj mp 2nd pl πλανᾶσθε , πλανάω cause to wander pres ind mp 2nd pl (epic) πλανᾶσθε ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)